- στασιμότητα
- Όρος που χαρακτηρίζει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται μια εθνική οικονομία όταν εξαντλείται η τάση για αύξηση της παραγωγής. Η κατάσταση αυτή προκαλείται από το γεγονός ότι συχνά η διαδικασία της συσσώρευσης ιδιωτικού κεφαλαίου δε βρίσκει κατάλληλη διέξοδο στις δυνατότητες επένδυσης που υπάρχουν. Αυτό παρατηρείται ιδιαίτερα σης χώρες που βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης, όπου είναι πολύ αναπτυγμένη η τάση για αποταμίευση και όπου ενεργούν με μικρότερη αποτελεσματικότητα οι παράγοντες που κινούν το δυναμικό της οικονομίας, θεωρητικά τουλάχιστο, στις χώρες αυτές η δημογραφική αύξηση είναι σχετικά μικρή, ενώ οι ανάγκες δεν υπόκεινται μεγάλες αλλαγές, γιατί σταθεροποιούνται στο επίπεδο μιας γενικής ευημερίας. Η κατάσταση αυτή είναι, κατά μερικούς, η τελική φάση προς την οποία κινείται το κεφαλαιοκρατικό οικονομικό σύστημα, πολλοί όμως άλλοι έχουν αμφιβολίες. Η κατάσταση πάντως αντιμετωπίζεται τώρα με κρατικές παρεμβάσεις που αποβλέπουν στην ενθάρρυνση νέων επενδύσεων, τη διατήρηση της πλήρους απασχόλησης και την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης.
* * *η, Ν1. η ιδιότητα τού στάσιμου, το να παραμένει στάσιμο κάτι2. στρ. η παραμονή αντίπαλων στατευμάτων σε ακινησία και απραξία, δηλαδή η μη εκτέλεση σημαντικών κινήσεων και επιχειρήσεων εκ μέρους τών αντιπάλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < στάσιμος. Η λ., στον λόγιο τ. στασιμότης, μαρτυρείται από το 1845 στον Σ. Α. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.