στασιμότητα

στασιμότητα
Όρος που χαρακτηρίζει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται μια εθνική οικονομία όταν εξαντλείται η τάση για αύξηση της παραγωγής. Η κατάσταση αυτή προκαλείται από το γεγονός ότι συχνά η διαδικασία της συσσώρευσης ιδιωτικού κεφαλαίου δε βρίσκει κατάλληλη διέξοδο στις δυνατότητες επένδυσης που υπάρχουν. Αυτό παρατηρείται ιδιαίτερα σης χώρες που βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης, όπου είναι πολύ αναπτυγμένη η τάση για αποταμίευση και όπου ενεργούν με μικρότερη αποτελεσματικότητα οι παράγοντες που κινούν το δυναμικό της οικονομίας, θεωρητικά τουλάχιστο, στις χώρες αυτές η δημογραφική αύξηση είναι σχετικά μικρή, ενώ οι ανάγκες δεν υπόκεινται μεγάλες αλλαγές, γιατί σταθεροποιούνται στο επίπεδο μιας γενικής ευημερίας. Η κατάσταση αυτή είναι, κατά μερικούς, η τελική φάση προς την οποία κινείται το κεφαλαιοκρατικό οικονομικό σύστημα, πολλοί όμως άλλοι έχουν αμφιβολίες. Η κατάσταση πάντως αντιμετωπίζεται τώρα με κρατικές παρεμβάσεις που αποβλέπουν στην ενθάρρυνση νέων επενδύσεων, τη διατήρηση της πλήρους απασχόλησης και την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης.
* * *
η, Ν
1. η ιδιότητα τού στάσιμου, το να παραμένει στάσιμο κάτι
2. στρ. η παραμονή αντίπαλων στατευμάτων σε ακινησία και απραξία, δηλαδή η μη εκτέλεση σημαντικών κινήσεων και επιχειρήσεων εκ μέρους τών αντιπάλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάσιμος. Η λ., στον λόγιο τ. στασιμότης, μαρτυρείται από το 1845 στον Σ. Α. Κουμανούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στασιμότητα — η 1. το να είναι κάτι αμετάβλητο, ακινησία, απραξία. 2. καθυστέρηση: Οι τέχνες και τα γράμματα βρίσκονται σε στασιμότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • ακινησία — η (Α ἀκινησία) 1. έλλειψη. κινήσεως, το να μην κινείται κανείς 2. αδυναμία, ανικανότητα για κίνηση νεοελλ. (για εμπορικές ή χρηματιστηριακές συναλλαγές) στασιμότητα, απραξία, αισθητή ελάττωση τών εργασιών αρχ. έλλειψη ευκινησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • αποτελμάτωση — η 1. στασιμότητα, έλλειψη εξέλιξης 2. πνευματική αδράνεια, απονάρκωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποτελματώνω, τελματώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις ως απόδοση του γαλλ. stagnation] …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”